Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Την περίοδο που εκτείνεται χρονικά από την εξουσία του Aυγούστου (27 π.X.-14 μ.Χ.) μέχρι τη διακυβέρνηση του Aντωνίνου Eυσεβούς (138-161 μ.X.) δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που καθόρισαν τις κοινωνικές εξελίξεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και είχαν αντίκτυπο και στις ανατολικές επαρχίες της, την Ελλάδα και την Ασία. O ένας σχετίζεται με την εδραίωση της αυτοκρατορικής μοναρχίας και την τοποθέτηση του αυτοκρατορικού οίκου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, γεγονός που επέφερε τον επαναπροσδιορισμό της θέσης των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων. Ο δεύτερος προήλθε από την εφαρμογή του ρωμαϊκού κοινωνικού συστήματος στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, που είχε ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση της αριστοκρατίας στις διάφορες περιοχές του ρωμαϊκού κόσμου αλλά και την εξομοίωση των χαμηλότερων στρωμάτων του πληθυσμού με τα αντίστοιχα της Pώμης. Οι πολίτες των συμμαχικών, των ελεύθερων και ατελών, καθώς και των υποτελών κοινοτήτων στις ρωμαϊκές επαρχίες διατηρούσαν την κοινωνική τους ιεραρχία.
Tα χρόνια που ακολούθησαν την περίοδο της μοναρχίας του Mάρκου Aυρηλίου (161-181 μ.Χ.) και μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα μ.X. χαρακτηρίζονται ως εποχή κρίσης για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Imperium Romanum) και κατά συνέπεια και για την κοινωνία της. Eκτός από τον κλονισμό της οικονομικής θέσης των προνομιούχων στρωμάτων, η κρίση είχε αντίκτυπο και στα κατώτερα στρώματα, η καταπίεση των οποίων οδήγησε σταδιακά στην εξαθλίωσή τους. Aποφασιστικό ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων έπαιξε το διάταγμα του Kαρακάλλα (212 μ.Χ.), με το οποίο παραχωρήθηκε το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη σε όλους τους "ελεύθερους" πολίτες της αυτοκρατορίας.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ

Από την περίοδο της διακυβέρνησης του Αυγούστου σημειώθηκε η εδραίωση του αυτοκράτορα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ως αποκλειστικού ενσαρκωτή της ρωμαϊκής εξουσίας, με άμεση συνέπεια τον παραγκωνισμό των εξεχουσών οικογενειών που βρίσκονταν κατά την περίοδο της Δημοκρατίας σε αυτή τη θέση. O αυτοκράτορας αποτελούσε το πρόσωπο που ενσάρκωνε όλες τις ρωμαϊκές αρετές: τη δικαιοσύνη (iustitia), την ευσέβεια (pietas), την πραότητα (clementia) και την ανδρεία (virtus). Η εισαγωγή της αυτοκρατορικής λατρείας στις επαρχίες και η παραχώρηση του δικαιώματος του ρωμαίου πολίτη αποτελούσαν τα μέσα που εγκαινιάστηκαν από τον Αύγουστο και τους διαδόχους του για την επιβολή της ρωμαϊκής πολιτικής σε αυτές.
Ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και τάξεις -τόσο της Ρώμης όσο και των ανατολικών επαρχιών της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας- αναπτύσσονταν ιδιαίτερες σχέσεις και δεσμοί, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην περίοδο της Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, οι ανώτεροι συγκλητικοί και ιππείς αντιμετωπίζονταν από τον αυτοκράτορα ως "φίλοι" του και μπορούσαν να λαμβάνουν μέρος στα συμβούλια. Αν για κάποιο λόγο οι "φίλοι" έπεφταν σε δυσμένεια, υποβιβάζονταν κοινωνικά και συχνά έχαναν τη θέση που είχαν στην πολιτική ζωή.
"Πελατειακές" θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέχρι ενός βαθμού και οι σχέσεις του αυτοκράτορα με τους πληβείους του. Η μέριμνά του προς αυτούς εκδηλωνόταν με τη διανομή τροφίμων και με τη διοργάνωση διάφορων εκδηλώσεων, όπως αγώνων. Οι υπήκοοι από πλευράς τους του έδιναν όρκο πίστης και του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές και λατρεία.
ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΙ

H συγκλητική τάξη (ordo senatorius) ήταν μία από τις δύο ηγετικές ομάδες της ρωμαϊκής κοινωνίας, η οποία κατείχε τα σημαντικότερα αξιώματα στο διοικητικό μηχανισμό και πιο συγκεκριμένα στην πολιτική, στη δικαιοσύνη και στο στρατό. Ο Αύγουστος προσδιόρισε τη συγκλητική τάξη σαφέστερα διευκρινίζοντας τα όριά της σε σχέση με την αμέσως κατώτερη τάξη των ιππέων. Έτσι, οι συγκλητικοί αποτελούσαν μία ολιγάριθμη και κλειστή κοινωνική ομάδα περίπου 600 μελών. Από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό των υπηκόων των ρωμαϊκών επαρχιών που γίνονταν δεκτοί στη Σύγκλητο. Με αυτό τον τρόπο έπαψε να αποτελεί ένα πολιτικό σώμα της πόλης Pώμης και έγινε σταδιακά ένα αποκλειστικό αντιπροσωπευτικό όργανο όλης της αυτοκρατορίας. Τα μέλη της συγκλητικής τάξης διακρίνονταν ενδυματολογικά από ένα χιτώνα με πλατιά πορφυρή ταινία.
Ο πλούτος, ο πολυτελής τρόπος ζωής αλλά και συχνά η γενναιοδωρία χαρακτήριζαν τους συγκλητικούς. Oρισμένες από τις συγκλητικές οικογένειες που διέθεταν μεγάλη περιουσία έκαναν δωρεές για δημόσια έργα στις ανατολικές επαρχίες. Είναι γνωστό ότι ο πατέρας του Ηρώδη Αττικού παραχώρησε 4.000.000 δηνάρια για την ύδρευση της Τροίας, ενώ επίσης ενίσχυε τους Αθηναίους με χρηματικές προσφορές ή ακόμη και με τη διανομή κρέατος και κρασιού από τις θυσίες. Με τη σειρά του και ο Ηρώδης Αττικός έκανε πολυάριθμες δωρεές στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα ανοικοδόμησε στην Αθήνα το Παναθηναϊκό στάδιο και το Ωδείο της Ρηγίλλας, ένα στάδιο στους Δελφούς και ένα υδραγωγείο στην Ολυμπία.
ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Η αριστοκρατία των πόλεων που είχαν οργανωθεί σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα σχημάτιζε τη βουλευτική τάξη (ordo decurionum) στην κάθε πόλη χωριστά και περιελάμβανε περίπου 100 μέλη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, και κυρίως στις πόλεις των ανατολικών επαρχιών, ο αριθμός αυτός κυμαινόταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Στην τάξη αυτή ανήκαν οι άρχοντες της πόλης και τα μέλη της Βουλής, οι οποίοι είχαν σαφή διάκριση από τους πληβείους της πόλης. Η ένταξη σε αυτή την τάξη δεν ήταν κληρονομική, αφού κάθε εύπορος πολίτης μετά τη συμπλήρωση του 25ου ή 30ου έτους της ηλικίας του καλούνταν να συμμετάσχει στη Βουλή και αναλάμβανε δημόσια αξιώματα.
Καθώς όμως οι γιοι των βουλευτών κληρονομούσαν τις περιουσίες εκείνων, ήταν συχνό φαινόμενο κάποιες οικογένειες να ανήκουν επί πολλές γενιές στην τάξη αυτή. Στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, η βουλευτική τάξη απαρτιζόταν από πολλούς εμπόρους και επιχειρηματίες. Είναι βέβαια ευνόητο ότι η σύνθεση της βουλευτικής τάξης διέφερε από πόλη σε πόλη, ακόμη και μέσα στην ίδια επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και η μορφή της εξαρτιόταν από την κοινωνική δομή της συγκεκριμένης πόλης. Παράγοντες που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα της τάξης ήταν η περιουσία, η οικονομική δραστηριότητα, η μόρφωση και η καταγωγή. Παρ' όλα αυτά τόσο το έργο όσο και τα προνόμιά τους ήταν κοινά. Οι βουλευτές συχνά αναλάμβαναν τα έξοδα για την ανέγερση δημόσιων οικοδομημάτων μέσα στην πόλη ή έκαναν άλλες δαπάνες προς όφελός της, γνωστές με το λατινικό όρο munificentia (ευεργεσίες).
Συχνά η βουλευτική τάξη μίας πόλης παρουσίαζε διαφοροποίηση και στο εσωτερικό της, κυρίως από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, όταν πολλοί βουλευτές άρχισαν να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν ήταν πια σε θέση να αντέξουν το οικονομικό βάρος της συμμετοχής στην τάξη τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προέρχεται από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας. Σε αυτή την πόλη, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Αδριανού, η βουλευτική τάξη είχε δύο υποομάδες: τους viri primores και τους viri inferiores, τους ανώτερους και κατώτερους άντρες αντίστοιχα.
ΙΠΠΕΙΣ

Η τάξη των ιππέων (ordo equester) ήταν πιο πολυάριθμη από τη συγκλητική. Μάλιστα την εποχή του Αυγούστου έφθανε τα 20.000 μέλη. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορικής εποχής, εξαιτίας της ολοένα μεγαλύτερης εισροής υπηκόων από τις επαρχίες στη συγκεκριμένη τάξη.
Η ένταξη στην τάξη των ιππέων δεν ήταν απαραίτητα κληρονομική, καθώς υπήρξαν περιπτώσεις που ο γιος ιππέα δεν κατείχε τον ίδιο βαθμό. Επομένως, σε κάποιες οικογένειες ιππέων -σε αντίθεση με των συγκλητικών- δεν ήταν δυνατόν να διατηρήσουν την ένταξή τους στην τάξη τους για αρκετές γενιές. Ωστόσο, οι άρρενες απόγονοί τους μπορούσαν να ανέλθουν στη συγκλητική τάξη.
Η κοινωνική σύνθεση της ιππικής τάξης ήταν ετερογενής. Υπήρχαν και μέλη ταπεινής καταγωγής, όπως και κάποιοι που προέρχονταν από τους απελεύθερους. Η οικονομική τους κατάσταση, οι σχέσεις που σύναπταν με ισχυρούς Ρωμαίους, αλλά και οι προσωπικές υπηρεσίες στο στρατό αποτελούσαν βασικούς παράγοντες που έπαιζαν ρόλο σε αυτή την κατάταξη. Κατά την Πρώιμη Αυτοκρατορική εποχή ο βαθμός του ιππέα παραχωρούνταν επίσης σε ηγετικά στελέχη των τοπικών αριστοκρατικών γενών στις επαρχίες, όπως φαίνεται και από επιγραφικές μαρτυρίες των επαρχιών της Ελλάδας και της Ασίας.
Η ιππική τάξη -σε αντίθεση με τη συγκλητική- χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη εθνική ανομοιογένεια, αφού με μεγαλύτερη ευκολία οι κάτοικοι των επαρχιών μπορούσαν να συγκεντρώσουν το ελάχιστο απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την εισαγωγή τους σε αυτήν. Τον 1ο αιώνα μ.X., τόσο οι επαρχιώτες ιππείς όσο και οι συγκλητικοί προέρχονταν στην πλειοψηφία τους από τις αστικοποιημένες επαρχίες, όπως ήταν η Ασία στην Ανατολή. Η ίδρυση ρωμαϊκών πόλεων σε διάφορες επαρχίες οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία οικονομικά ευκατάστατων οικογενειών εμφορούμενων από τη ρωμαϊκή νοοτροπία, μέλη των οποίων μπορούσαν να τιμηθούν με το δημόσιο ίππο (equus publicus).

ΠΛΗΒΕΙΟΙ

Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν είχαν τόσο εμφανή ιεραρχικά χαρακτηριστικά όσο τα ανώτερα, αλλά συμπεριελάμβαναν τις εξής ομάδες του πληθυσμού: τους εκ γενετής ελεύθερους, τους απελεύθερους και τους δούλους. Οι ομάδες αυτές είχαν συχνά μία περαιτέρω κοινωνική ιεράρχηση με βάση τη νομική τους θέση, αλλά δεν είναι δυνατόν να οριστούν σαφώς οι κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες. Ένας βασικός διαχωρισμός, εντούτοις, μπορεί να γίνει ανάμεσα στους πληβείους των αστικών και των αγροτικών περιοχών, ο οποίος και δικαιολογείται από τις επαγγελματικές, οικονομικές, ακόμη και πολιτισμικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του αγροτικού και του αστικού πληθυσμού.
Οι πληβείοι των πόλεων είχαν τα απαραίτητα για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους, αλλά οι συνθήκες εργασίας τους ήταν δυσμενείς και η διατροφή και ένδυσή τους ελλιπείς. Αυτή ήταν η τάξη που κυρίως υπέφερε σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας τροφίμων στις πόλεις. Τα μέλη της ασκούσαν επαγγέλματα χειρωνακτικά ή πνευματικά, όπως του γιατρού, παιδαγωγού, νομικού συμβούλου, μουσικού, ηθοποιού, βιοτέχνη και εμπόρου. Δεν έλειπαν όμως και εκείνοι που ασχολούνταν με την καλλιέργεια των κτημάτων, κυρίως στις μικρές, επαρχιακές πόλεις.
Η ζωή των πληβείων των πόλεων εμπλουτιζόταν με ποικίλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες που οργανώνονταν στις πόλεις και χρηματοδοτούνταν είτε από τον αυτοκράτορα είτε από εύπορους πολίτες. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι αγώνες μονομάχων ή και ζώων στα αμφιθέατρα, οι ιπποδρομίες και οι θεατρικές παραστάσεις. Στην Ελλάδα τέτοιες δραστηριότητες λάμβαναν χώρα σε πολλές πόλεις όπως στους Φιλίππους, την Kόρινθο, τη Nικόπολη, τη Bέροια και τη Θεσσαλονίκη.

Στους πληβείους των αγροτικών περιοχών ανήκε η κατηγορία των δούλων που εργαζόταν σε μεγάλα αγροκτήματα και συχνά ανέπτυσσε μία πατριαρχική σχέση με τον ιδιοκτήτη της, οι ελεύθεροι γεωργοί, οι οποίοι είχαν μικρή ατομική ιδιοκτησία γης ή ήταν υπενοικιαστές κτημάτων και οι απελεύθεροι που ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες.

ΔΟΥΛΟΙ

Η δουλεία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη σε όλες τις επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται από τις πολυάριθμες επιγραφές που έχουν βρεθεί σε διάφορες πόλεις της. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Περγάμου στην επαρχία της Ασίας, όπου στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. το ένα τρίτο σχεδόν του πληθυσμού της ήταν δούλοι.
Ο αριθμός των δούλων που είχε η κάθε οικογένεια εξαρτιόταν από την οικονομική της κατάσταση. Oι τιμές απόκτησής τους κυμαίνονταν μεταξύ 800 και 2500 σηστερτίων και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόνταν από τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά κάθε περιοχής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επηρεάζονταν όμως και από άλλα κριτήρια, όπως το φύλο -οι γυναίκες κόστιζαν λιγότερο από τους άντρες- την ηλικία και τη μόρφωση των δούλων.
Tην εποχή του Aυγούστου, οι δούλοι –τόσο στη Pώμη όσο και στις επαρχίες της- προέρχονταν από τον ίδιο τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας, καθώς το φαινόμενο της υποδούλωσης αιχμαλώτων πολέμου δεν ήταν πια τόσο συχνό. Για παράδειγμα, μετά από τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Μακεδονίας ομάδες του ντόπιου πληθυσμού υποβιβάστηκαν σε δούλους, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και σε διάφορες άλλες περιοχές τόσο της Ελλάδας όσο και της επαρχίας της Ασίας.

Επιπλέον ως δούλοι χρησιμοποιούνταν και τα παιδιά που γεννιούνταν από δούλους, και τα οποία ονομάζονταν οικογενείς. Άλλη πηγή απόκτησης δούλων αποτελούσε η εκούσια υποδούλωση, κατά την οποία οι οικονομικά άπορες οικογένειες συνήθιζαν να "εκθέτουν" τα παιδιά τους και αυτός που θα τα μεγάλωνε είχε το δικαίωμα να τα χρησιμοποιεί ως δούλους (θρεπτοί, alumni). Αυτή η συνήθεια είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις σε ορισμένες περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα στη Βιθυνία, κυρίως λόγω της ευνοϊκότερης μεταχείρισης των δούλων στη συγκεκριμένη επαρχία.

Η απελευθέρωση των δούλων (manumissio), πρωτίστως αυτών των πόλεων, ήταν συχνό φαινόμενο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μάλιστα, την εποχή του Αυγούστου, ο αριθμός των απελεύθερων είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρηθεί ότι εγκυμονεί πολιτικό και κοινωνικό κίνδυνο για το κράτος και να γίνουν προσπάθειες να ρυθμιστεί το θέμα νομοθετικά. Η απελευθέρωση των δούλων στις αγροτικές περιοχές ήταν σπανιότερη, αφού οι μεγαλοκτηματίες ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν ακέραιο τον αριθμό των δούλων που είχαν στην ιδιοκτησία τους. Πολλοί δούλοι τέλος προσέβλεπαν στην απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων μετά την απελευθέρωσή τους.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η οικογένεια αποτελούσε τη βασική κοινωνική μονάδα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αφού μέσω αυτής μεταφέρονταν στα μέλη της ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση. Το ρωμαϊκό ιδιωτικό δίκαιο αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για τη ρωμαϊκή οικογένεια ( familia), τα μέλη της οποίας βρίσκονταν κάτω από την εξουσία ενός ατόμου, του πατέρα, ο οποίος ονομαζόταν pater familias.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ

Ηγετικός ήταν ο ρόλος του άντρα στη ρωμαϊκή οικογένεια, καθώς είχε το δικαίωμα να ασκεί εξουσία στα μέλη της, να επιβάλλει τιμωρίες και να είναι ο κύριος του οίκου. Το γεγονός ότι η σύζυγός του δεν ήταν νομικά κάτω από την εξουσία του -συχνά μόνο ένα τμήμα της περιουσίας της περνούσε στην κατοχή του συζύγου της- δε σημαίνει αναγκαστικά ότι εξαιρούνταν και από την κυριαρχία του. Οι άντρες των υψηλών κοινωνικών τάξεων είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως συχνά συνέβαινε σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της γυναίκας τους.

Ο αυταρχισμός ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της εξουσίας του πατέρα μέσα στον οίκο, ο οποίος μάλιστα είχε δικαιώματα ζωής και θανάτου απέναντι στα παιδιά του (vitae necisque potestas). Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. ο πατέρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε αν θα εγκατέλειπε τα παιδιά του (έκθεση νεογέννητων), ή θα αναλάμβανε την ανατροφή τους. Εάν επέλεγε να τα αναθρέψει, είχε αυτομάτως απέναντί τους νομική εξουσία μέχρι το θάνατό τους. Η συγκατάθεσή του ήταν αναγκαία για το γάμο των παιδιών του ανεξαρτήτως φύλου, ενώ μόλις το 2ο-3ο αιώνα μ.X. περιορίστηκε η δικαιοδοσία που είχε να διαλύει αυτούς τους γάμους.

Ο πατέρας είχε στην κατοχή του όλη την οικογενειακή περιουσία και μπορούσε να τη διαθέσει, μετά το θάνατό του, με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις που ο πατέρας αποκλήρωνε τα παιδιά του, γεγονός όμως που προϋπέθετε ρητή αναφορά στη διαθήκη του. Η καταπίεση που ασκούσε συχνά δημιουργούσε στους γιους του αισθήματα εχθρότητας, σε σημείο που να θεωρούνται τυχεροί εκείνοι που τον είχαν χάσει από νωρίς.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπως και στην ελληνική, η γυναίκα είχε τη φροντίδα του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. Οι βαριές οικιακές εργασίες εκτελούνταν από τους δούλους, τουλάχιστον στις αριστοκρατικές οικογένειες που είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό τους. Οι γυναίκες των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων μορφώνονταν και είχαν τη δυνατότητα να συνοδεύουν τους συζύγους τους σε εκδηλώσεις κοινωνικού (συμπόσια) ή ακόμη και πολιτικού χαρακτήρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η γυναίκα αναλάμβανε ένα ρόλο μέσα στην οικογένεια που έμοιαζε αρκετά με εκείνον του συζύγου της.

Η δράση της δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στο χώρο του σπιτιού, αλλά εκτεινόταν και σε δημόσιους χώρους της πόλης, όπως στην αγορά. Επιπλέον, γυναίκες από όλες τις κοινωνικές τάξεις -ακόμη και δούλες και πόρνες- προσέρχονταν στα ιερά, για να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές τελετές. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Iουνίας Θεοδώρας από τη Λυκία, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Κόρινθο στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. ως πρέσβειρα των Λυκίων εκεί αναλαμβάνοντας ποικίλες δραστηριότητες πολιτικού, θρησκευτικού ή ακόμη και εμπορικού χαρακτήρα.
Η ρωμαϊκή αντίληψη για τη θέση της γυναίκας είχε θετικό αντίκτυπο και στην Ελλάδα, όπως δείχνει η αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου της στη Βέροια της Μακεδονίας αλλά και η ανάδειξή της σε σημαντικά αξιώματα, κυρίως θρησκευτικά. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι που αποκτούσαν ορισμένες γυναίκες, σύζυγοι των Μακεδονιαρχών (αξιωματούχων που τα καθήκοντά τους σχετίζονταν με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας στην πόλη), καθώς και η απονομή δημόσιων τιμών σε γυναίκες. Η Φλάβια Ισιδώρα είχε και αυτή τον τίτλο του άντρα της (Μακεδονιάρχισσα), ενώ άλλες -όπως η Αιλία Αλεξάνδρα και η Λουκία Αυρηλία- ήταν ανώτερες ιέρειες της δημόσιας λατρείας. Οι γυναίκες επίσης, όπως φαίνεται από τις επιγραφές της Βέροιας, είχαν τη δυνατότητα να απελευθερώνουν δούλους και να κάνουν δωρεές. Στις περισσότερες περιπτώσεις ενεργούσαν ανεξάρτητα, ενώ σε κάποιες άλλες μόνο μετά τη συγκατάθεση των αδερφών, του άντρα ή της κόρης τους.
ΠΑΙΔΙΑ

Η ανατροφή των παιδιών ανατίθετο στους δούλους. Η αυξημένη βρεφική και παιδική θνησιμότητα -το ένα τέταρτο του αριθμού των νεογέννητων δεν επιβίωναν πάνω από ένα έτος- δεν επέτρεπε στους γονείς να επενδύσουν συναισθηματικά στα παιδιά τους. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να προσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και τα παιδιά στη ρωμαϊκή κοινωνία. Σε περίπτωση διαζυγίου των γονιών τα παιδιά παρέμεναν με τον πατέρα τους, ο οποίος συχνά ξαναπαντρευόταν. Τα παιδιά των εύπορων οικογενειών είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν.

Οι κόρες εγκατέλειπαν το σπίτι τους κατά την ενηλικίωση -περίοδο κατά την οποία συνήθως παντρεύονταν- ή ακόμη νωρίτερα, όπως συνέβαινε με τις κόρες των αριστοκρατικών οικογενειών, που παντρεύονταν σε ηλικία μόλις 12 ετών. Αντίθετα τα άρρενα μέλη της οικογένειας -αν και η ηλικία γάμου τους ήταν γύρω στα 30- εγκατέλειπαν νωρίτερα το πατρικό τους σπίτι, είτε για να υπηρετήσουν τη θητεία τους στο στρατό, είτε για να διαχειριστούν ένα μέρος της πατρικής περιουσίας που βρισκόταν μακριά από το σπίτι τους, ή ακόμη και για να ανεξαρτητοποιηθούν από την καταπιεστική πατρική εξουσία.

Οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον των αριστοκρατικών τάξεων, είχαν μία ατομιστική αντίληψη για τη ζωή και δεν έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον ούτε για την επιτυχία της οικογένειας ούτε για τη διαδοχή τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες. Πολλές φορές συνέβαινε ο πατέρας να αποφασίσει ότι η κόρη του θα αποτελούσε το συνεχιστή του οίκου του -οπότε δεν επιδίωκε την απόκτηση γιου- ή ακόμη προτιμούσε να υιοθετήσει ένα γιο και μάλιστα ενήλικα.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΩΝΕΙΑ

Με τον όρο πατρωνεία εννοείται η αμοιβαία σχέση μεταξύ ανθρώπων που δεν ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη και δεν είχαν τους ίδιους οικονομικούς πόρους. Τη θέση ενός Ρωμαίου στην κοινωνία της εποχής του καθόριζαν οι εξής παράγοντες: η κατάταξή του στην κοινωνική ιεραρχία, ο ρόλος του στην οικογένεια και η εμπλοκή του σε ένα πλέγμα σχέσεων εκτός του οίκου του. Πιο συγκεκριμένα, οι Ρωμαίοι είχαν υποχρεώσεις απέναντι στις οικογένειές τους, στα συγγενικά τους πρόσωπα, στους φίλους τους• γενικά σε όσους εξαρτιόνταν από αυτούς μέσα και έξω από τον οίκο, και περίμεναν την υποστήριξή τους. Επειδή η ευεργεσία και η ανταπόδοση αποτελούσαν θέματα τιμής στη ρωμαϊκή κοινωνία, αυτή η δυναμική της ανταλλαγής καθόριζε εν μέρει και την κοινωνική θέση όσων εμπλέκονταν.

Με βάση τις σχέσεις πατρωνείας, ο κάθε Ρωμαίος είχε "ανώτερους", "κατώτερους", "ίσους φίλους" και "ταπεινούς" πελάτες, κατηγοριοποιήσεις που εξαρτιόνταν από τις οικονομικές δυνατότητες των επιμέρους ομάδων. Μερικοί μόνο είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν ισάξια οφέλη, οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν φίλοι "ίσης" κοινωνικής στάθμης. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν υψηλότερα ή χαμηλότερα στην ιεραρχία, σύμφωνα με τη δυνατότητά τους να παρέχουν ανώτερες ή κατώτερες υπηρεσίες ως ανταπόδοση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αποκρύψουν την ευνοϊκή τους μεταχείριση, προκειμένου να αποφύγουν να χαρακτηριστούν κοινωνικά κατώτεροι, επειδή απευθύνθηκαν σε κάποιο πρόσωπο για βοήθεια. Το ρωμαϊκό σύστημα της πατρωνείας επικράτησε στην κοινωνία των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, και παρέμεινε σε ισχύ στην Ελλάδα και στην Ασία για πολλούς αιώνες.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Η ηπειρωτική Ελλάδα, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπέφερε ήδη από σοβαρά οικονομικά προβλήματα που σταδιακά εντείνονταν. Αυτό κυρίως οφειλόταν στην ευρεία πλέον εμπορική χρήση της Μεσογείου και στη διάθεση φθηνότερου εισαγόμενου ελαιόλαδου και κρασιού -των δύο βασικών προϊόντων που εξήγαν οι ελληνικές πόλεις- σε σύγκριση με εκείνα που παράγονταν τοπικά.
Ο περιηγητής Στράβων περιέγραψε την Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία ως περιοχές των οποίων ο πληθυσμός είχε μειωθεί, κάποιες μάλιστα και ως ερημωμένες περιοχές. Η άποψή του όμως αυτή, διαμορφωμένη σε σύγκριση πάντα με την ευημερία που επικρατούσε στις ελληνικές περιοχές την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο, θεωρείται υπερβολική. H αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι, ενώ ο πληθυσμός στις αγροτικές περιοχές φανερώς μειώθηκε, στις πόλεις συνεχώς αυξανόταν.
Η άμεση μεσολάβηση της Ρώμης στην ίδρυση αποικιών και στην επανίδρυση πόλεων στην ελληνική επικράτεια, σίγουρα ώθησε την τοπική οικονομία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κορίνθου, όπου η εγκατάσταση κατοίκων άρχισε από τον καιρό του Ιούλιου Καίσαρα το 44 π.Χ., και της Πάτρας που ιδρύθηκε από τον Αύγουστο το 14 μ.Χ. Το ίδιο συνέβη και με την αναπτυσσόμενη Νικόπολη, κοντά στο Άκτιο, η οποία ιδρύθηκε από τον Αύγουστο και κατοικήθηκε από τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε εκεί από τις γύρω περιοχές.
Άλλες πόλεις, πάλι, ένδοξες όπως η Αθήνα, συχνά υποστηρίζονταν με αυτοκρατορικές χρηματικές δωρεές στο όνομα του λαμπρού παρελθόντος τους.
Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας που ξέσπασαν σε αρκετές πόλεις κυρίως στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η Θεσσαλία τιμωρήθηκε για τέτοιου είδους εκδηλώσεις χάνοντας κάποια στιγμή το δικαίωμά της να είναι ελεύθερη περιοχή.
Σε γενικές γραμμές, οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας -από οικονομικής άποψης πάντα- παρέμειναν στο περιθώριο. Αυτό εν μέρει συνέβη, επειδή και από στρατηγικής σημασίας ήταν υποδεέστερες. Δεν μπορούσαν επομένως να ωφεληθούν από τα αυτοκρατορικά κονδύλια που διατίθεντο για τη συντήρηση των ρωμαϊκών λεγεώνων στις διάφορες επαρχίες. Οι κοντινότερες λεγεώνες στα ελληνικά εδάφη ήταν σταθμευμένες στη Μοισία (βόρεια και δυτικά της Θράκης και της Μακεδονίας).
Όσον αφορά τις πόλεις της Μικράς Ασίας, αυτές βρίσκονταν σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από εκείνες της κυρίως Ελλάδας. Την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας προσαρμόστηκαν ευκολότερα στη φορολογική πολιτική της Ρώμης, αντιμετωπίζοντας έτσι τα λιγότερα δυνατά προβλήματα. Οι περισσότεροι εξάλλου έλληνες αριστοκράτες -μέλη της ρωμαϊκής Συγκλήτου- προέρχονταν από τις περιοχές της Μικράς Ασίας.

Θα μπορούσε, τελικά, να ειπωθεί ότι σε γενικές γραμμές οι ελληνικές πόλεις αναπτύχθηκαν και ότι σε ορισμένα μέρη η γη περιείλθε στην κατοχή ενός μικρού αριθμού πλουσίων. Αντίθετα, οι περιοχές που βρίσκονταν μακριά από τα μεγάλα κέντρα -όπως για παράδειγμα η Εύβοια που τα κοιτάσματα χαλκού της είχαν πλέον εξαντληθεί- υπέστησαν μία σοβαρή μείωση του πληθυσμού τους και έναν γενικότερο μαρασμό.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΡΩΜΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Στην περίοδο της ετρουσκικής κυριαρχίας, που έληξε οριστικά το 509 π.Χ., αποδίδονται η ανάπτυξη της πόλης της Ρώμης γύρω από μία κεντρική αγορά -το forum- και η τείχιση της ευρύτερης περιοχής της δημιουργώντας το λεγόμενο pomoerium. Για πρώτη φορά στην ιστορία της περιοχής χτίστηκαν λίθινοι ναοί, ο σημαντικότερος από τους οποίους ήταν το Καπιτώλιο. Συγχρόνως με την πολεοδομική ανάπτυξη της Ρώμης, πραγματοποιήθηκαν και έργα εγγειοβελτιωτικά όπως η αποξήρανση των ελών στη γύρω περιοχή.

Παράλληλα οι Ετρούσκοι -και ιδιαίτερα ο δεύτερος βασιλιάς τους Servius Tullius- συνέβαλαν στη διαμόρφωση σημαντικών κοινωνικοοικονομικών, θρησκευτικών και πολιτικών θεσμών παρόμοιων με αυτούς που εμφανίζονταν την ίδια εποχή σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, καθώς και στην εισαγωγή του αλφάβητου.

Η βασιλεία στη Ρώμη δεν έγινε ποτέ κληρονομική. Ο βασιλιάς εκλεγόταν από τη Σύγκλητο (senatus) ή από τη συνέλευση των comices curiates, αφού πρώτα εξετάζονταν προσεκτικά οι οιωνοί, για να διαπιστωθεί, εάν ήταν σύμφωνη και η γνώμη των θεών. Με την εκλογή του ο βασιλιάς αποκτούσε το imperium, την ανώτατη δηλαδή θρησκευτική, πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ήταν πλέον ο ανώτατος αρχιερέας (pontifex maximus) που επέβλεπε τις θυσίες, ερμήνευε τους οιωνούς, καθόριζε τις ιερές ημέρες, διηύθυνε τις πολεμικές επιχειρήσεις και απέδιδε τη δικαιοσύνη.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η Βασιλεία στη Ρώμη έληξε με την ανατροπή και εκδίωξη του τελευταίου Ετρούσκου βασιλιά, του Tαρκύνιου Yπερήφανου (Tarcinius Superbus), το 509 π.Χ. Στο αποτέλεσμα αυτό οδήγησαν τόσο η αποδυνάμωση της ετρουσκικής δύναμης, όσο και οι πολεμικές πιέσεις των άλλων ιταλικών λαών, καθώς και οι πολιτικοί χειρισμοί των ελλήνων αποίκων της Μεγάλης Ελλάδας. Στο νέο πολιτικό σχήμα, το οποίο έμεινε συμβατικά γνωστό ως "Δημοκρατία", την ανώτατη εξουσία που παλαιότερα ενσάρκωνε ο βασιλιάς, έλαβαν τώρα οι δύο ύπατοι (consules.) Η θητεία τους ήταν ετήσια, συνέχισαν όμως να εκλέγονται από τη Σύγκλητο, γεγονός που αποδεικνύει ότι το πολίτευμα παρέμεινε στην ουσία του αριστοκρατικό.
Στο σύνολό της η περίοδος χαρακτηρίστηκε από σφοδρούς πολέμους και κοινωνικές αναταραχές. Οι συνεχείς πόλεμοι όμως ευνόησαν την εδαφική επέκταση του κράτους και συνέβαλαν στην αύξηση του γοήτρου και του πλούτου των μελών των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων -των πατρικίων- οι οποίοι και καρπώθηκαν σε μεγάλο βαθμό τις στρατιωτικές επιτυχίες. Παράλληλα, η ενεργός συμμετοχή των πληβείων στις πολεμικές εκστρατείες, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειονότητα του αγροτικού κυρίως πληθυσμού, είχε ως αποτέλεσμα να αφήνονται ακαλλιέργητα για μεγάλο χρονικό διάστημα τα χωράφια τους, που τελικά προσαρτούνταν στην περιουσία των πλούσιων πατρικίων οξύνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες.
Παράλληλα οι πληβείοι, αξιολογώντας την προσφορά τους στην ισχυροποίηση της θέσης της Ρώμης ως νέας ανερχόμενης δύναμης στο χώρο της Μεσογείου, διεκδίκησαν τη συμμετοχή τους στα κοινά, και για το λόγο αυτό ήρθαν κατά καιρούς σε ρήξη με τους πατρικίους. Οι έντονες συγκρούσεις που ξεκίνησαν από το 494 π.Χ. στους κόλπους της ρωμαϊκής κοινωνίας επέφεραν τα ακόλουθα αποτελέσματα. Το 471 π.Χ. η συνέλευση του λαού δημιούργησε ένα νέο αξίωμα, τους δημάρχους, που ήταν επιφορτισμένοι να προστατεύουν τα δικαιώματα του λαού από τις αυθαιρεσίες των αρχόντων. Γύρω στα 450 π.Χ. καταγράφηκαν για πρώτη φορά οι νόμοι ( η Δωδεκάδελτος), με τους οποίους θα ελεγχόταν στο εξής ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. αποφασίστηκε να γίνονται πλέον δεκτοί και πληβείοι στα ανώτατα αξιώματα του κράτους.
Οι νέες οικονομικές δυνατότητες -που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των εδαφικών επεκτάσεων- σε συνδυασμό με τις θεσμικές κατακτήσεις των πληβείων είχαν ως αποτέλεσμα να αναδιαρθρωθεί το αριστοκρατικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας. Διαμορφώθηκαν έτσι πέντε τάξεις και η ένταξη σε αυτές καθοριζόταν με κριτήριο τον πλούτο. Μία ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα (infra classem) αποτέλεσαν οι προλετάριοι, οι οποίοι έχοντας ως μοναδική "περιουσία" τα παιδιά τους, και συνεπώς κανένα υλικό αγαθό για να προστατέψουν, δε συμμετείχαν στις πολεμικές εκστρατείες.

Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της, η Δημοκρατία κλονίστηκε σημαντικά από τρία σπουδαία γεγονότα: τη γρακχική κρίση (133-121 π.Χ.), τους δουλικούς πολέμους (135-132, 104-101, 74-71 π.Χ.) και το συμμαχικό πόλεμο (91-88 π.Χ.). Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους μελετητές, οι συγκρούσεις αυτές προετοίμασαν το έδαφος και για την οριστική κατάλυσή της.

Παρ' όλα αυτά οι Ρωμαίοι ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τη διατήρηση της ελευθερίας τους και υπήρξαν αρκετά καχύποπτοι απέναντι σε όσους πολίτες είχαν αποκτήσει εξαιρετική πολιτική δύναμη και μπορούσαν ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο τη "Res Publica". Για το λόγο αυτό η ελευθερία, ως ιδεολογικό πρότυπο, προπαγανδίστηκε κατά την περίοδο της Δημοκρατίας, ώστε συχνά οι νικητές των εμφυλίων πολέμων να προβάλλουν ως οι απελευθερωτές του ρωμαϊκού λαού από επίδοξους τυράννους. Συγκεκριμένα, ο Βρούτος μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα έκοψε νομίσματα με το θέμα της ελευθερίας, ενώ τα πολιτικά μέτρα του Αυγούστου -που περιγράφονται στα εδάφια των "Πράξεών" του- αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της "Ελεύθερης Πολιτείας".
ΔΥΝΑΣΤΕΙΕΣ

Ανιψιός και θετός γιος του Ιουλίου Καίσαρα, ο Αύγουστος, μετά τη νίκη του επί του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στο Άκτιο το 31 π.Χ., κατόρθωσε να προσεταιριστεί το μεγαλύτερο μέρος της Συγκλήτου, για να νομιμοποιήσει ένα καινούργιο πολιτικό σύστημα, γνωστό ως "Ηγεμονία" ή "Αυτοκρατορία". Απέφυγε με σύνεση τις πολιτικές ακρότητες του Ιουλίου Καίσαρα, ενώ με την επιλογή ικανών φίλων και υποστηρικτών -όπως του γαμπρού του M. Vipsanius Agrippa- διεξήγαγε επιτυχείς πολέμους.

Ο ίδιος διέμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις ελληνόφωνες περιοχές της Ανατολής, και κυρίως στη Σάμο, την Αίγινα και την Αθήνα. Εκεί προσπάθησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες, τις πόλεις και τα κοινά, που είχαν στην πλειοψηφία τους υποστηρίξει κατά την εμφύλια ρωμαϊκή διαμάχη το νικημένο πια Αντώνιο.
Παράλληλα, στη Ρώμη τού αποδόθηκαν πολλές τιμές και σταδιακά κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του, χωρίς τυπικά τουλάχιστον να προσπαθήσει να μεταβάλει τη μορφή του πολιτεύματος. Ο Αύγουστος απέκτησε το δικαίωμα να διορίζει τους διοικητές και τους ανώτερους στρατιωτικούς στις αυτοκρατορικές επαρχίες, στις οποίες υπήρχαν στρατεύματα. Επέφερε ακόμα σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση των οικονομικών του κράτους, που θα επέτρεπαν την άμεση φορολόγηση των υπηκόων χωρίς πλέον τη διαμεσολάβηση των publicani. Ευνόησε τέλος την αναβίωση παλαιών ρωμαϊκών λατρειών, ανοικοδόμησε τα ιερά "ξεχασμένων" σχεδόν θεοτήτων και εισήγαγε τη λατρεία του Απόλλωνα στον Παλατίνο λόφο, τον οποίο μάλιστα θεώρησε και ως προστάτη θεό του.

Μετά το θάνατό του η Σύγκλητος τον αποθέωσε. Ο Αύγουστος έγινε δεκτός μεταξύ των θεών και ονομάστηκε divus (θεός), όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν με το θετό του πατέρα Ιούλιο Καίσαρα.

Η επιτυχής πολιτική του Αυγούστου σε όλους τους τομείς, συνέβαλε στην ανάδειξη της Ρώμης σε κυρίαρχη δύναμη στην τότε γνωστή οικουμένη. Επιπλέον, υμνήθηκε αρκετά από τους ποιητές της περιόδου αυτής και προπαγανδίστηκε μέσα από τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΕΣ

• ΙΟΥΛΙΟ - ΚΛΑΥΔΙΟΙ
• ΦΛΑΒΙΟΙ
• ΑΝΤΩΝΙΝΟΙ
• ΣΕΒΗΡΟΙ
• ΙΛΛΥΡΙΟΙ
• ΤΕΤΡΑΡΧΙΑ
ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ

Ο έλληνας ιστορικός Πολύβιος, που γνώρισε τη Ρώμη στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., θαύμασε το πολιτειακό της σύστημα. Σε αυτό διέβλεπε την αρμονική συνύπαρξη των δημοκρατικών, ολιγαρχικών και βασιλικών θεσμών, οι οποίοι διαφαίνονταν αντίστοιχα στη λειτουργία των συνελεύσεων των πολιτών, της Συγκλήτου και του αξιώματος των δύο υπάτων.Στην πραγματικότητα, όμως, το ρωμαϊκό πολίτευμα και κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την αριστοκρατική του μορφή. Η Σύγκλητος, στην οποία συμμετείχαν όλες οι ηγετικές προσωπικότητες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, εξακολούθησε να αποτελεί το σημαντικότερο φορέα στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Ενάμισι μόλις αιώνα αργότερα, στα χρόνια του Αυγούστου, ο διορισμός των συγκλητικών αλλά και των ιππέων πέρασε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του αυτοκράτορα, ο οποίος με τον τρόπο αυτό έδειχνε την εύνοιά του στα μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Συγχρόνως, όμως, επιβεβαιώθηκε και η συνεχώς αυξανόμενη ανησυχία των Ρωμαίων ότι η εξισορρόπηση των διαφορετικών θεσμών στο ρωμαϊκό πολίτευμα ήταν πολύ εύθραυστη, για να διατηρηθεί.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Η σταδιακή μετατροπή της Ρώμης από πόλη-κράτος σε πρωτεύουσα μίας τεράστιας αυτοκρατορίας αποτελεί για την ιστορία της Μεσογείου το σημαντικότερο ίσως ιστορικό γεγονός, μετά την κατάκτηση των περσικών βασιλείων από τον Αλέξανδρο.
Στη διαμόρφωση των συνόρων της αυτοκρατορίας συνετέλεσαν οι εδαφικές επεκτάσεις που οφείλονταν τόσο στους κατακτητικούς πολέμους, όσο και στην προσάρτηση των πελατειακών εξαρτημένων κρατών. Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. τα περισσότερα από αυτά τα ανεξάρτητα ακόμα -από τυπικής άποψης- κράτη έγιναν ρωμαϊκές επαρχίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν: η Καππαδοκία επί Τιβερίου, η Μαυριτανία επί Καλιγούλα, η Θράκη και το Νωρικό επί Κλαυδίου και τέλος η Αραβία επί Τραϊανού.

Οι κατακτητικοί πόλεμοι επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ενδοπολιτειακές εξελίξεις στη Ρώμη και ως ένα σημείο μπορούν να θεωρηθούν και αποτέλεσμά τους. Πάντως μετά τον Αύγουστο οι κύριες πολιτικές κατευθύνσεις αποσκοπούσαν περισσότερο στη διατήρηση των συνόρων της αυτοκρατορίας και λιγότερο στην επέκτασή τους, όπως εξάλλου διαφαίνεται και από τη σταδιακή μετατροπή του ρωμαϊκού στρατού από κατακτητικό όργανο σε φρουρό των συνόρων. Παρ‘ όλα αυτά χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εδαφικής επέκτασης του κράτους στη Βρετανία, στην Άνω Γερμανία και εναντίον των Δακών και των Πάρθων.
Οι επιπτώσεις των επεκτάσεων αυτών ήταν πολύ σημαντικές, αφού επηρέασαν την οικονομία, την κοινωνική ζωή και την πολιτική σκέψη. Η αύξηση της δουλείας και το πλεόνασμα στην οικονομία σηματοδότησαν τη νέα κατάσταση και συνετέλεσαν στη διαμόρφωση μίας εύπορης τοπικής αριστοκρατίας, που επιδόθηκε εντονότερα σε πράξεις ευεργεσίας. Η στρατιωτική και πολιτική επιβολή της Ρώμης στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ο ελληνιστικός πολιτισμός να γίνει γνωστός σε αυτήν και να επιδράσει με τη σειρά του αποφασιστικά στη διαμόρφωση της δυτικής πολιτικής σκέψης και στη δημιουργία μίας κοινής πολιτιστικής γλώσσας, προορισμένες και οι δύο να αποτελέσουν μεταγενέστερα το σημείο αναφοράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Οι Ρωμαίοι γνώριζαν την ελληνική τέχνη, πολύ πριν κατακτήσουν τον ελληνικό χώρο. Τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα των Ελλήνων, που ζούσαν στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Σικελίας ήδη από τους γεωμετρικούς χρόνους, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της ρωμαϊκής τέχνης, ιδιαίτερα μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. Με τη σταδιακή κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων, από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ήρθαν αμεσότερα σε επαφές με τους λαούς της Μεσογείου, γνώρισαν καλύτερα τις καλλιτεχνικές παραδόσεις τους και η τέχνη τους δέχτηκε εντονότερα τις ελληνιστικές επιδράσεις.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνορωμαϊκής τέχνης έγκειται στη γόνιμη σύζευξη μορφολογικών στοιχείων και εκφραστικών τάσεων, τόσο ελληνικών όσο και ρωμαϊκών. Οι Έλληνες καλλιτέχνες μέσα από τα έργα τους μπόρεσαν, όχι μόνο να αποδώσουν τη δυναμική των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής τους, αλλά ταυτόχρονα και να αναδείξουν την τεχνοτροπική παράδοση της πατρίδας τους, να αποδείξουν τις ικανότητές τους και να εκφράσουν τις προσωπικές τους ευαισθησίες.

Η τέχνη, κατά τη διάρκεια της Δημοκρατικής περιόδου στη Ρώμη (503-31 π.Χ.), γινόταν όλο και περισσότερο διακοσμητική εξυπηρετώντας παράλληλα την πολιτική ιδεολογία της άρχουσας τάξης και την ανάγκη της για κοινωνική προβολή.

Κύριο καλλιτεχνικό φαινόμενο των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ.-14 μ.Χ.), με τον οποίο ξεκινά μια νέα περίοδος της ρωμαϊκής ιστορίας, γνωστή ως Αυτοκρατορία, ήταν η υιοθέτηση εκφραστικών μέσων και μορφών, που αντλούσαν τα πρότυπά τους από το κλασικό ελληνικό παρελθόν. Το ρεύμα αυτό, που έμεινε γνωστό στην ιστορία της τέχνης ως "κλασικισμός", γίνεται περισσότερο εμφανές στη γλυπτική.
Γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ρεαλιστικά στοιχεία και διακοσμητικά μοτίβα προσδίδουν δυνατό πάθος στην έκφραση των μορφών.
Κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., η τέχνη κάνει στροφή προς τον κλασικισμό και ιδιαίτερα προς τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του Αυγούστου. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αντωνίνειας τεχνοτροπίας είναι η εκτεταμένη χρήση της φωτοσκίασης, προκειμένου να αποδοθεί η πλαστικότητα των μορφών, και η έντονη στίλβωση των αγαλμάτων.
Κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., επικράτησαν πιο λιτές τάσεις στην τέχνη. Οι μορφές παριστάνονταν επίπεδες και μετωπικές, προαναγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό τις βυζαντινές καλλιτεχνικές κατευθύνσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου